Η επιλογή μεταξύ αγοράς αυτοκινήτου και leasing είναι σήμερα πιο μπερδεμένη από ποτέ. Οι τιμές των νέων μοντέλων έχουν εκτοξευθεί, τα επιτόκια χρηματοδότησης δυσκολεύουν τους υποψήφιους αγοραστές, και το leasing έχει αρχίσει να πλασάρεται ως η πιο «έξυπνη» λύση. Είναι όμως έτσι;

Στην αγορά, το αυτοκίνητο ανήκει εξ αρχής στον ιδιοκτήτη του. Το πληρώνεις — είτε μετρητά είτε με δάνειο — και μετά έχεις τον πλήρη έλεγχο: μπορείς να το κρατήσεις όσο θέλεις, να το τροποποιήσεις, να το πουλήσεις, ή απλώς να το χαρείς χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Από την άλλη, με το leasing πληρώνεις για να το χρησιμοποιείς, όχι για να το αποκτήσεις. Το αυτοκίνητο ανήκει στην εταιρεία μίσθωσης, και εσύ έχεις δικαίωμα χρήσης για ένα προκαθορισμένο διάστημα, συνήθως από τρία έως πέντε χρόνια.

Η βασική διαφορά κρύβεται στη δέσμευση κεφαλαίου. Η αγορά απαιτεί ένα μεγάλο ποσό στην αρχή — ή έστω προκαταβολή και χρηματοδότηση με τόκους. Το leasing σου επιτρέπει να μπεις σε καινούργιο αυτοκίνητο χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψεις μια περιουσία προκαταβολικά. Αυτό όμως έχει τίμημα: στο τέλος της περιόδου δεν έχεις τίποτα στα χέρια σου, εκτός αν πληρώσεις την (συνήθως υψηλή) τιμή εξαγοράς.

Η συντήρηση και τα πάγια έξοδα είναι ένα ακόμη σημείο διαφοροποίησης. Στην αγορά, κάθε σέρβις, ασφάλεια ή επισκευή βαραίνει αποκλειστικά τον ιδιοκτήτη. Αντίθετα, τα περισσότερα συμβόλαια leasing ενσωματώνουν συντήρηση, ασφάλεια και τέλη κυκλοφορίας στο μηνιαίο μίσθωμα. Έτσι, το κόστος χρήσης είναι πιο προβλέψιμο, χωρίς εκπλήξεις — αν και πάντα πρέπει να διαβάζεις προσεκτικά τι ακριβώς καλύπτεται, γιατί κάθε εταιρεία έχει διαφορετικούς όρους.

Σημαντικό πλεονέκτημα του leasing είναι η ευελιξία. Με το που λήξει το συμβόλαιο, μπορείς απλώς να επιστρέψεις το αυτοκίνητο και να πάρεις άλλο καινούργιο. Δεν σε ενδιαφέρει η μεταπώληση, ούτε η απαξίωση της αξίας. Αντίθετα, στην αγορά το όχημα χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του από τα πρώτα κιόλας χρόνια. Για κάποιον που σκοπεύει να αλλάζει αυτοκίνητο κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια, το leasing είναι σαφώς πιο πρακτικό.

Από την άλλη πλευρά, η ελευθερία χρήσης είναι περιορισμένη. Στο leasing υπάρχει πάντοτε ένα ανώτατο όριο χιλιομέτρων, πέρα από το οποίο επιβάλλονται πρόστιμα. Αν ξεπεράσεις το όριο ή το αυτοκίνητο επιστραφεί με φθορές πέραν του “κανονικού”, θα πληρώσεις έξτρα. Επίσης, δεν μπορείς να το τροποποιήσεις ή να το πουλήσεις, γιατί δεν είναι δικό σου.

Για τις επιχειρήσεις, το leasing έχει φορολογικά πλεονεκτήματα: το μηνιαίο μίσθωμα καταχωρείται ως λειτουργικό έξοδο και μειώνει τη φορολογητέα βάση. Για τους ιδιώτες, όμως, αυτά τα οφέλη δεν υπάρχουν, οπότε η εξίσωση αλλάζει.

Συνολικά, η αγορά συμφέρει περισσότερο σε όσους σκοπεύουν να κρατήσουν το αυτοκίνητο για μεγάλο χρονικό διάστημα, πάνω από οκτώ ή δέκα χρόνια. Εκεί, η απόσβεση γίνεται σταδιακά και η ιδιοκτησία αποδίδει αξία. Αντίθετα, το leasing είναι ιδανικό για όσους θέλουν να έχουν πάντα καινούργιο αυτοκίνητο, χωρίς απρόβλεπτα κόστη, και χωρίς να δεσμεύουν μεγάλο κεφάλαιο.

Πρέπει όμως να διαβάζεις κάθε γραμμή του συμβολαίου. Οι περιορισμοί χιλιομέτρων, οι φθορές, τα έξοδα εξόδου ή εξαγοράς μπορούν να ανατρέψουν τους υπολογισμούς σου. Ένα “χαλαρό” leasing μπορεί να καταλήξει ακριβότερο από μια αγορά αν το αυτοκίνητο χρησιμοποιηθεί εντατικά.

Η ουσία είναι ότι το leasing προσφέρει άνεση και προβλεψιμότητα, ενώ η αγορά δίνει ελευθερία και μακροπρόθεσμη αξία. Ο καθένας πρέπει να αποφασίσει τι του ταιριάζει περισσότερο: να πληρώνει για χρήση ή να επενδύει για ιδιοκτησία.